- χαλαβρώνω
- Ν1. (μτβ.) μετατρέπω κάτι σε ερείπιο2. (αμτβ.) γίνομαι ερείπιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαβρο / χαλάβρα (πρβλ. και χαρβαλώνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλαβρώνω — 1. μεταβάλλω κάτι σε χαλάβρα. 2. γίνομαι χαλάβρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)